ἱστοφόρος

ἱστοφόρος
ἱστοφόρος, ον,
A bearing a mast, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιστοφόρος — ἱστοφόρος, ον (Α) (για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ἱστοφόρος — bearing a mast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”